ἐπιφορέω

Revision as of 17:18, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

A put, pile upon, ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐ. Hdt.4.201, cf.8.28; ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐ. Id.4.183; ὕλην Id.7.36; τῆς γῆς πολλήν Ar.Pax167, cf. X.An.3.5.10; [λίθους] ἄνωθεν Ar.Pax225. 2 bring, offer, Ph.1.259.

German (Pape)

[Seite 1001] = ἐπιφέρω, χοῦν, herzutragen, Her. 8, 28; ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες 4, 183; vgl. Ar. Pax 167; Xen. An. 3, 5, 10 u. Sp.; ἐπί τι, Paus. 10, 1, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apporter par-dessus.
Étymologie: ἐπίφορος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφορέω: наносить, насыпать, наваливать, нагромождать (χοῦν γῆς Her. и γῆν Xen.; λίθους ἄνωθεν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορέω: ἐπιφέρω, ἐπισωρεύω, ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπ. Ἡρόδ. 4. 201, πρβλ. 8. 28· ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες, οὕτω σπείρουσι ὁ αὐτ. 4. 183· ὕλην ἐπεφόρησαν 7. 36· γῆν Ἀριστοφ. Εἰρ. 167, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· λίθους ἄνωθεν Ἀριστ. Εἰρ. 224. 2) συλλαμβάνω ἢ ἔχω ἐν γαστρί, Σύνοδ. Ἀγκύρ. 25.

Greek Monotonic

ἐπιφορέω: μέλ. -ήσω = ἐπιφέρω, επιθέτω, επισωρεύω, τοποθετώ πάνω σε, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ήσω, = ἐπιφέρω
to put upon, lay over, Hdt., Ar., etc.