σφενδονήτης

Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, slinger, Hdt.7.158, Th.6.22, Pl.Criti.119b, LXX Jd.20.16: Boeot. σφενδονάτας Ἀρχ.Δελτ. 14 Pl.iv 26 (Thespiae, iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
soldat armé d'une fronde, frondeur.
Étymologie: σφενδονάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφενδονήτης -ου, ὁ [σφενδονάω] werper met de slinger, slingeraar.

German (Pape)

ὁ, der Schleuderer; Her. 7.158; Thuc. 4.100, 6.22; Plat. Critia.119b; Folgde, wie Pol. 5.52.5.

Russian (Dvoretsky)

σφενδονήτης: ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.

Greek Monolingual

και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [[σφενδονῶ / σφενδόνη]]
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη
μσν.
(για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη.

Greek Monotonic

σφενδονήτης: -ου, ὁ (σφενδονάω), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει σφεντόνα ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, ικανός στις βολές με σφεντόνα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονήτης: -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.

Middle Liddell

σφενδονήτης, ου, ὁ, σφενδονάω
a slinger, Hdt., Thuc.