ἀργυροποιός
English (LSJ)
ὁ, worker in silver, AP14.50.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
platero Phld.Po.C.fr.a.1.10, AP 14.50 (Metrod.), IGLS 9134.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui travaille l'argent, orfèvre.
Étymologie: ἄργυρος, ποιέω.
German (Pape)
ὁ, Silberarbeiter, Anth. (XIV.50).
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροποιός: ὁ Anth. = ἀργυροκόπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροποιός: ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ τέχνη, μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.
Greek Monotonic
ἀργῠροποιός: ὁ (ποιέω), αργυροτεχνίτης, σε Ανθ.