θήρευσις

Revision as of 19:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, hunting, the chase, πεζῶν ib.824a: metaph., ὀνομάτων θηρεύσεις Id.Tht.166c.

German (Pape)

[Seite 1209] ἡ, das Jagen; neben ἄγρα Plat. Legg. VII, 824 a; übertr., ὀνομάτων Theaet. 166 c.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de chasser, chasse, poursuite.
Étymologie: θηρεύω.

Russian (Dvoretsky)

θήρευσις: εως ἡ
1 охота, ловля (θ. τε καὶ ἄγρα Plat.);
2 перен. погоня: ὀνομάτων θηρεύσεις Plat. погоня за словами (gen. obj.) или словесные ловушки (gen. subj.).

Greek (Liddell-Scott)

θήρευσις: -εως, ἡ, τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Νόμ. 824Α: μεταφ., ὀνομάτων θηρεύσεις ὁ αὐτ., ἐν Θεαιτ. 166C.

Greek Monolingual

θήρευσις, ἡ (Α) θηρεύω
η θήρα, το κυνήγι.

Greek Monotonic

θήρευσις: εως, ἡ (θηρεύω), κυνήγι, θήρα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

θήρευσις, εως θηρεύω
hunting, the chase, Plat.