σύμφυρτος
English (LSJ)
ον, commingled, confounded, E.Hipp.1234.
German (Pape)
[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.
Russian (Dvoretsky)
σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.
Greek Monotonic
σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
Middle Liddell
σύμφυρτος, ον,
commingled, confounded, Eur. [from συμφῡ/ρω]