ἔπειξις

Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, A haste, hurry, J.AJ18.6.5, Plu.Rom.29, Ruf. ap. Orib.8.24.23, Aristid. Or.48(24).61, Luc.DMeretr.10.3, etc. 2 emergency, Antyll. ap. Orib.10.23.30. II urging, pressing, Gloss.: pl., App.BC1.19 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, die Beschleunigung, die Eile; Luc. D. meretr. 10; Plut. Rom. 29 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
hâte, empressement.
Étymologie: ἐπείγω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπειξις: εως ἡ ἐπείγω торопливость Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπειξις: -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, σπουδή, διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες πολλάκις Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ πάνυ σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3.

Greek Monolingual

ἔπειξις, η (Α) επείγω
1. βία, σπουδή («διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦν τες πολλάκις», Πλούτ.)
2. πίεση.

Greek Monotonic

ἔπειξις: -εως, ἡ (ἐπείγω), σπουδή, βία, βιασύνη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔπειξις, εως ἐπείγω
haste, hurry, Plut.