κουρίας

Revision as of 10:45, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, one who wears his hair short, ἐν χρῷ κ. Luc.Fug.27, Vit.Auct.20, D.L.6.31; cf. ἐγχρωκουρίας.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui a les cheveux coupés.
Étymologie: κουρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρίας -ου [κουρά] als adj. met kort(geknipt) haar.

German (Pape)

ὁ, der mit geschorenem Haare geht; ἐν χρῷ κουρίας Luc. Fugit. 27 und vit.auct. 20; DL. 6.31 und Vetera Lexica, die es wie Phryn. 60 statt ψιλόκουρος empfehlen.

Russian (Dvoretsky)

κουρίας: ου adj. m стриженый Luc., Diog. L.

Greek Monolingual

κουρίας, ὁ (Α)
αυτός που έχει κουρεμένα μαλλιά («τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῖνον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ίας].

Greek Monotonic

κουρίας: -ου, ὁ (κουρά), κάποιος με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κουρίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.

Middle Liddell

κουρίας, ου, κουρά
one with short hair, Luc.