τυμπανίτης

Revision as of 16:16, 2 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = τυμπανίας 1, Cels.3.21.2, Gal.14.746, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τυμπανίας, Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε τυμπανίας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τυμπανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίτης].

German (Pape)

ὁ, = τυμπανίας, sp. Med.