μαχαιροβγάλτης
Greek Monolingual
ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης)
κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντεροβγάλτης].
ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης)
κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντεροβγάλτης].