ὀρνεόμορφος

Revision as of 10:51, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, bird-shaped, Procl.Par.Ptol.281.

German (Pape)

[Seite 382] von Vogelgestalt, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ὀρνέου, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 281.

Greek Monolingual

ὀρνεόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].