πολύκωπος

Revision as of 11:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, many-oared, ὄχημα ναός S.Tr.656 (lyr.); σκάφος E.IT981; (πλοῖον) PGrenf.2.80.11 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 665] vielruderig; σκάφος, Eur. I. T. 981; ὄχημα ναός, Soph. Trach. 653.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, κώπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκωπος -ον [πολύς, κώπη] met veel roeiriemen.

Russian (Dvoretsky)

πολύκωπος: многовесельный (ὄχημα ναός Soph.; σκάφος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκωπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς κώπας, Σοφ. Τρ. 656, Εὐρ. Ι. Τ. 981.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκωπος, -ον, ΝΑ
(για πλοίο) αυτός που έχει πολλά κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. μονόκωπος].

Greek Monotonic

πολύκωπος: -ον (κωπή), αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κωπος, ον, [κωπή]
many-oared, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

oared