σταυροπήγιο

Revision as of 11:37, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / σταυροπήγιον, ΝΜ
η στερέωση σταυρού, που τον έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του
μσν.
1. το δικαίωμα της αποστολής σταυροπηγίου
2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηροπήγιον].