θηραγρέτης

Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ου, ὁ, hunter, E.Ba.1020 (lyr., s.v.l.), AP6.184 (Zos.).

German (Pape)

[Seite 1208] ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θήρ, ἀγρέω.

Russian (Dvoretsky)

θηραγρέτης: ου ὁ зверолов, охотник Eur., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

θηραγρέτης: -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· ὡσαύτως, θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.

Greek Monolingual

θηραγρέτης, ὁ (Α)
κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππαγρέτης, πυραγρέτης].

Greek Monotonic

θηραγρέτης: -ου, ὁ (ἀγρέω), ο κυνηγός, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηρ-αγρέτης, ου, ἀγρέω
a hunter, Eur., Anth.