παραμυθήτωρ
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθήτωρ: -ορος, ὁ, = παραμυθητής, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
ο παραμυθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].
παραμῡθήτωρ: -ορος, ὁ, = παραμυθητής, Ἰω. Χρυσ.
-ορος, ὁ, Α
ο παραμυθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].