ρουφήχτρα

Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας
2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα -τρα (πρβλ. τσούχτρα)].