σειράδα

Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σειράς, -άδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. το δερμάτινο τμήμα της σαγής ζευγμένου αλόγου
2. ιμάντας ή σχοινί με το οποίο είναι δεμένο το υποζύγιο με το όχημα που σύρει
αρχ.
(υποκορ. του σειρά) μικρό σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].