σκηνύδριον

Revision as of 16:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκηνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11.

Russian (Dvoretsky)

σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].

Greek Monotonic

σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

Middle Liddell

σκηνύδριον, ου, τό, [Dim. of σκηνή, Plut.]