συριγγίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, like a pipe, κασία, i.e. quill-cassia, Androm. ap. Gal. 14.73.
Greek (Liddell-Scott)
σῡριγγίς: -ίδος, ἡ, ὁμοία πρὸς σύριγγα, κασία Γαλην. Ἀντιδ. 1. 14.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
αυτή που είναι όμοια με σύριγγα («συριγγὶς κασία», Ανδρόμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].