ἀρᾳδιούργητος
English (LSJ)
ον, not dishonestly done, AB 357, Suid. s.v. ἀκαπήλευτον. Adv. ἀρᾳδιουργήτως, = sine fraude, Just. Edict. 7.7.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tomado a la ligera, tomado escrupulosamente del día de Pascua ἀρᾳδιούργητον ἄγομεν τὴν ἡμέραν observamos la fiesta escrupulosamente Polycr.Eph. en Eus.HE 5.24.2, cf. Nil.M.79.865A
•de ahí sin fraude, puro ἀκαπήλευτον· ἄδολον, καθαρόν, ἀ. AB 357, Sud.s.u. ἀκαπήλευτον.
2 adv. ἀρᾳδιουργήτως = escrupulosamente, sin fraude Ius.Edict.7.7.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾳδιούργητος: -ον, ὁ ἄνευ ῥαδιουργίας, «ἀκαπήλευτον, ἄδολον, καθαρόν, ἀρᾳδιούργητον» Α. Β. 357, 28, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀκαπήλευτον.