πρόπομα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A drink taken before meals, Phylarch.50J., Plu.2.734a, Gal.6.828.
II = ἀκράτισμα, Plu.2.624c.—A form πρόπωμα is cited by Hdn.Gr.2.935, Choerob. in Theod.1.339; cf. προπουματᾶς.
German (Pape)
[Seite 740] τό, Vortrank, Trunk zum Frühstück, Plut. Symp. 1, 6, 3. – Προπόματα hießen bes. alle angemachten Weine, die man gew. zum Frühstück od. vor der Mahlzeit genoß. Bei Ath. IL, 58 b leicht die Eßlust reizende Speisen, welche man vor der Mahlzeit einnahm, gustatio.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 boisson de vin et de miel pour le déjeuner;
2 boisson légère qu'on prenait avant le repas pour exciter l'appétit, apéritif.
Étymologie: προπίνω.
Russian (Dvoretsky)
πρόπομα: ατος τό легкое столовое вино, аперитив Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπομα: τό, ποτὸν πινόμενον πρὸ τοῦ φαγητοῦ, ὀρεκτικόν, Ἀθήν. 58Β κἑξ., 66C κἑξ., Πλούτ. 2. 734Α. ΙΙ. = ἀκράτισμα, Πλούτ. 2. 624C. ― Ὁ τύπος πρόπωμα μνημονεύεται παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 29, Θεοδόσ. 368.
Greek Monolingual
και πρόπωμα, τὸ, Α προπίνω
1. ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό
2. ακράτισμα, πρόγευμα
3. ποτό που πίνεται ως αντίδοτο σε δηλητήριο.