θεριστός

Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θεριστή, θεριστόν, τὸ θ. a kind of
A balsam, Dsc.1.19 codd. (εὐθέριστον Wellm.).
θέριστος and θεριστός, ὁ, v. θέριτος.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, εἶδος βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.

Greek Monolingual

θεριστός, -ή, -όν (ΑΜ) θερίζω
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεριστά
ό,τι έχει θεριστεί
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστόν
είδος βάλσαμου.