ἐννήυσκλοι

Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων, Hsch. (ἐννήϊσκλοι cod.): fr. ἐννῆ and ὕσκλος.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
sandalias atadas con nueve correas, de nueve lazadas llevadas por los efebos laconios, Hsch.

Greek Monolingual

ἐννήυσκλοι (Α)
είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. του εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη του πέδιλου»].