ὑφάλμυρος

Revision as of 09:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑφάλμυρον, somewhat salt, Dsc.2.122; f.l. for ὑφάμμοις (τόποις), Id.3.136.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάλμῠρος: -ον, ὀλίγον ἁλμυρός, Εὐστ. Πονημάτ. 184. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.

German (Pape)

etwas salzig, neben ταριχευτός Plut. qu.nat. 3.