περισσόσαρκος
English (LSJ)
περισσόσαρκον, over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.
German (Pape)
[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος, μικρόσαρκος].