τίταξ

Revision as of 09:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1120] ὁ, = βασιλεύς, Hesych., fem. τιτήνη.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
roi.
Étymologie: DELG Τιτάν.

Greek (Liddell-Scott)

τίταξ: ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεὺς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔντιμοςδυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το θ. της λ. Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -αξ (πρβλ. άναξ)].