κερδητικός

Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κερδητική, κερδητικόν, greedy of gain, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1423] gewinnsüchtig.

Greek (Liddell-Scott)

κερδητικός: -ή, -όν, ἀπλήστως ἐπιδιώκων τὸ κέρδος, Λατ. lucrosus, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερδητικός, -ή, -όν (Α) κερδαίνω
αυτός που επιδιώκει το κέρδος με απληστία, φιλοκερδής.