φοίτου, ὁ, = κῆρυξ, Hsch.
φοίτης: -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ» Ἡσύχ.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ».[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φοίτης (πρβλ. οὐρανοφοίτης)].