inf. σπέσθαι, aor. 2 of ἕπομαι.
v. ἕπομαι.
ἑσπόμην: aor. 2 med. к ἕπω.
ἑσπόμην: ἀπαρ. σπέσθαι, ἀορ. β΄ τοῦ ἕπομαι.
see ἕπω.
ἑσπόμην: απαρ. ἑσπέσθαι, μτχ. ἑσπόμενος, αόρ. βʹ του ἕπομαι.