στερητικός
English (LSJ)
στερητική, στερητικόν,
A having a negative quality, τὰ σ. Plu.2.947c.
II = ἀποφατικός, expressing privation, i.e. negative, of propositions, opp. κατηγορικός, καταφατικός, Arist.APr.25a6, al., cf. Thphr. CP 6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. στερητικῶς = negatively, Arist.APr.26b22; privatively, Id.Metaph.1056a29.
German (Pape)
[Seite 937] beraubend, – verneinend, im Gegensatz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
στερητικός: лог. отрицающий, отрицательный (sc. πρότασις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στερητικός: -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, ἀρνητικός, ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ κατηγορικός, καταφατικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, αὐτόθι 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στερητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στερώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση
2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός
νεοελλ.
φρ. α) «στερητικό μόριο»
(γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση, στέρηση ή έλλειψη αυτού που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. ά-γαμος, νη-νεμία
β) «στερητική νόσος»
ιατρ. νόσος που οφείλεται στην απουσία ή στην ανεπάρκεια στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την ισορροπία του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη τροφή
γ) «στερητικό φαινόμενο» ή «στερητικό σύνδρομο»
ιατρ. όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται μετά από στέρηση οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά.
επίρρ...
στερητικῶς Α
1. με στέρηση
2. αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα οἷον στερητικῶς λεγόμενα», Γαλ.).