συνδιαλλάσσω

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Att. συνδιαλλάττω,
A help in reconciling, ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους D.19.36, cf. Plu.Lys.8, etc.:—fut. Pass. συνδιαλλαχθήσομαι Men.Pk.428.
II alter together, A.D.Adv.162.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ πρός τινα, Dem. 19, 36 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.
Étymologie: σύν, διαλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαλλάσσω: атт. συνδιαλλάττω вместе примирять, помогать примирению Plut.: σ. τινί τινα πρός τινα Dem. помогать кому-л. примирить кого-л. с кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. μεταβάλλω ὁμοῦ, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α
συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω
αρχ.
παθ. συνδιαλλάσσομαι
αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῦ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, αλλάζω, μεταβάλλω»].

Greek Monotonic

συνδιαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συμβάλλω στη συμφιλίωση, συμφιλιώνω από κοινού, μονοιάζω, τινὰ πρός τινα, σε Δημ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to help in reconciling, τινὰ πρός τινα Dem.