φιλοτέχνημα

Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A work of art, chef-d'oeuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R.
II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλοτεχνήματος = the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό
1 искусное сооружение, западня Diod.;
2 произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.