ἐπισκευαστής
English (LSJ)
ἐπισκευαστοῦ, ὁ, provisioner, organizer, one who equips, one who repairs, repairer, repairman, πομπείων D.22.78, etc.; τῶν ἱερῶν Lex ap.Ath.6.235d, Arist.Ath.50.1, Ἀρχ.Ἐφ.1923.39 (Oropus, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 978] ὁ, der in Stand Setzende, Ausrüstende, τῶν πομπείων Dem. 24, 186; τῶν ἱερῶν (ἱερέων ist f. L,) im Gesetz bei Ath. VI, 235, d; bei Schol. Thuc. 1, 29 ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'occupe de préparer, d'organiser.
Étymologie: ἐπισκευάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκευαστής: ὁ приводящий в порядок, производящий починку (τῶν πομπείων Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἢ διορθώνων, τῶν πομπείων Δημ. 618. 4, κτλ.· τῶν ἱερῶν Νόμ. παρ’ Ἀθην. 235D.
Greek Monolingual
ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) επισκευάζω
αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει.
Greek Monotonic
ἐπισκευαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐπισκευαστής, οῦ,
one who equips or repairs, Dem.