ἀντίδουλος

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀντίδουλον,
A instead of a slave, neuter plural as adverb, ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα A.Fr.194.
II of persons, being as a slave, treated as a slave, Id.Ch.135.

Spanish (DGE)

-ον
tratado como esclavo κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος (habla Electra), A.Ch.135
neutr. adv. ἀντίδουλα en vez de esclavos A.Fr.336b.

German (Pape)

[Seite 251] eines Knechtes Stelle vertretend, Aesch. Ch. 133; frg. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traité en esclave.
Étymologie: ἀντί, δοῦλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίδουλος: заменяющий раба Aesch., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδουλος: -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς δοῦλος ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.

Greek Monolingual

ἀντίδουλος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο.

Greek Monotonic

ἀντίδουλος: -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

treated as a slave, Aesch.

English (Woodhouse)

like a slave