ὑδρωπικός

Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑδρωπική, ὑδρωπικόν, suffering from dropsy, Hp.Aph.6.27, Arist. Pr. 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, Ev.Luc.14.2, POxy.1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. AP11.332 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1174] zum ὕδρωψ gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
hydropique.
Étymologie: ὕδρωψ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρωπικός: страдающий водянкой Arst.: ναῦς ὑδρωπική Anth. корабль с течью.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπικός: -ή, -όν, (ὕδρωψ) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., ναῦς ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, οἴδημα, πάθος Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = ὕδρωψ, Λογγῖν. 3. 4.

English (Strong)

from a compound of ὕδωρ and a derivative of ὀπτάνομαι (as if looking watery); to be "dropsical": have the dropsy.

English (Thayer)

ὑδρωπικη, ὑδρωπικον (ὕδρωψ, the dropsy, i. e. internal water), dropsical, suffering from dropsy: Aristotle), Polybius 13,2, 2; (others).)

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρωπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδρωψ, -ωπος]
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπικόν
η νόσος ύδρωπας.

Greek Monotonic

ὑδρωπικός: -ή, -όν, υδρωπικός, οιδηματώδης· μεταφ., ναῦς ὑδρωπική, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑδρωπικός, ή, όν
dropsical: metaph., ναῦς ὑδρ. Anth.

Chinese

原文音譯:ØdrwpikÒj 虛得羅-哦披可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:水濕-觀看
字義溯源:患水腫的,水腫的,水臌的,患水臌的;由(ὕδωρ)=水)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成,其中 (ὕδωρ)出自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)又出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 水臌的(1) 路14:2