ἀδιάψευστος

Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀδιάψευστον, not deceitful, D.S.5.37; of καταληπτικὴ φαντασία, Sphaer.Stoic.1.141, cf. M.Ant.4.49, Iamb. Protr.21. Adv. ἀδιαψεύστως S.E.M.7.191, Ruf.Fr.68.10.

Spanish (DGE)

-ον
1 no engañoso προσδοκία D.S.5.37, κριτήριον S.E.M.7.191, Ptol.Iudic.15.1, de teorías filosóficas, Iambl.Protr.21, entre los estoicos καταληπτικὴ φαντασία Sphaer.Stoic.1.141
de pers., M.Ant.4.49, cf. ICr.4.508.10 (IV d.C.).
2 adv. -ως de manera real, verdadera S.E.M.7.191, Ptol.Iudic.15.9, Ruf.Fr.68.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάψευστος: -ον, ὁ μὴ ἀπατηλός. Διοδ. 5. 37, Ἀνθ. - Ἐπίρρ. -τως, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 191.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάψευστος: не обманывающий, неложный (κριτήρια Sext.): αἱ ἀδιάψευστοι τοῦ κέρδους προσδοκίαι Diod. надежные виды на прибыль.

German (Pape)

untrüglich, DS. 5.37; Sp.