ἀχαράκωτος

Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. ἀχαρακώτως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.

Spanish (DGE)

-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.

German (Pape)

[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: , χαρακόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀχᾰράκωτος: не обнесенный частоколом, неукрепленный (ἤπειρος Polyb.; στρατόπεδον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.

Greek Monotonic

ἀχᾰράκωτος: -ον (χαρακόω), μη περιφραγμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χαρακόω
not palisaded, Plut.