αὐτόγνωτος

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

αὐτόγνωτον, self-determined, self-willed, ὀργή S.Ant.875:—also αὐτόγνωστος, ον, knowable in itself, Simp.in Ph.1250.14, Dam.Pr.80.

Spanish (DGE)

-ον
determinado por sí mismo, voluntario, espontáneo ὀργή S.Ant.875.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui juge ou se décide soi-même ; spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, γιγνώσκω.

German (Pape)

αὐτόγνωστος, ὀργά Soph. Ant. 865.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόγνωτος: своевольный, своенравный (ὀργά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόγνωτος: -ον, αὐθαίρετος, σὲ δὲ αὐτόγνωτος ὤλεσ’ ὀργά, «αὐθαίρετος καὶ ἰδιογνώμων τρόπος» (Σχόλ.), Σοφ. Ἀντ. 875, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

αὐτόγνωτος, -ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτόγνωτος: -ον (γνῶναι), αυτός που αποφασίζει μόνος του, αυθαίρετος, ισχυρογνώμων, σε Σοφ.

Middle Liddell

γνῶναι
self-determined, self-willed, Soph.