ἑρκίον

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, fence, enclosure, αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Theophrastus Sign.53; later, dwelling, A.R.2.1073.

German (Pape)

[Seite 1031] τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v.l. ἑρκίου vorzuziehen.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
clôture, mur de clôture.
Étymologie: dim. de ἕρκος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκίον: τό, περίφραγμα, φραγμός, περίβολος, ἑρκίον αὐλῆς Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Σ. 102· παρὰ μεταγεν., κατοικία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1074, πρβλ. Θεόφρ. περὶ Σημ. 53. (Ἐκ του ἕρκος· ὑποκορ. δὲ μόνον κατὰ τύπον). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑρκίον· κύκλος αὐλῆς. οἰκία. τειχίδιον στεφάνη δώματος».

English (Autenrieth)

(ἕρκος): wall or hedge of the court-yard; αὐλῆς, Ι, Od. 18.102.

Greek Monolingual

ἑρκίον, τὸ (Α) έρκος
1. ο περίβολος, το περίφραγμα της αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο
2. η κατοικία.

Greek Monotonic

ἑρκίον: τό (ἕρκος), περίφραξη, περίβολος, αυλόγυρος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἑρκίον, ου, τό, ἕρκος
a fence, inclosure, Hom.