δυσώπημα
English (LSJ)
-ατος, τό, a means of making one ashamed, and so, a corrective, τῶν ἡμαρτημένων J.BJ1.25.5, cf. D.Chr.Fr.8.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I motivo de vergüenza ἔσεσθαι δ. τῶν ἁμαρτημάτων I.BI 1.509.
II 1medio de persuasión μέγα γὰρ δ. σωφροσύνης τέκνωσις D.Chr.Fr.8
•ref. a Dios ofrenda propiciatoria τοῦτο ἀντὶ δυσωπήματος προσάγω Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1329C.
2 argumento ἀξιόπιστα δυσωπήματα προβάλλεται εἰς πίστωσιν Thdr.Heracl.Fr.Is.M.18.1352C.
German (Pape)
[Seite 692] τό-das Beschämende, Reue Verursachende, Ios. B. Iud. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
δυσώπημα: τό, μέσον δι' οὗ κάμνει τις τὸν ἄλλον νὰ ἐντραπῇ, ἑπομ.= μέσον ἐπανορθώσεως, διορθώσεως, remedium, τῶν ἡμαρτημένων Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι. 1. 25, 5· μέγα δυσώπημα σωφροσύνης τέκνωσις Δίων παρὰ Στοβ. 484. 4.