[ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Poll.1.248, cf. Hsch. s.v. ἀκροβολίδες.
[Seite 289] ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.
ὀβελίτης: [ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Πολυδ. Α΄, 248, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκροβολίδες.
ὀβελίτης, ὁ (Α)1. οβελίας2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῦ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».