τετράγλώχις
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ, with four angles, square, καὶ σὺ -γλώχιν.. Μαιάδος Ἑρμᾶ AP6.334 (Leon.).
Greek Monolingual
-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τριγλώχις].