αὐτοκτονέω

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

slay one another, restored in S.Ant. 56 for the f.l. αὐτοκτενοῦντε.

Spanish (DGE)

darse muerte por sí mismo, matarse mutuamente ἀδελφὼ δύο ... αὐτοκτονοῦντες S.Ant.56.

German (Pape)

[Seite 398] sich selbst od. gegenseitig morden, Aesch. Sept. 716, wie Soph. Ant. 56 aus Emendation, denn αὐτοκτενοῦντε ist sprachwidrig gebildet; s. Lob. zu Phryn. 623.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés.
s'entrégorger.
Étymologie: αὐτοκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκτονέω: убивать друг друга (ἀδελφὼ δύο αὐτοκτονοῦντε Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτονέω: κτείνω ἰδίᾳ χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ εἶναι αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες· ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «ἀναγνωστέον αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, ἤγουν ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους».

Greek Monotonic

αὐτοκτονέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω τον εαυτό μου, σε Σοφ.

Middle Liddell

[From αὐτοκτόνος
to slay one another, Soph.