ἐλαιοδόκος
English (LSJ)
or ἐλαιοδόχος, ον, holding oil, Hdn.Epim.78, Suid. s.v. ληκύθιον.
German (Pape)
[Seite 788] ον, u. ἐλαιοδόχος, Oel enthaltend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοδόκος: ἢ -δόχος, ον, ὁ δεχόμενος ἔλαιον, ἐλαιοδόχον ἀγγεῖον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλάττουσι τὸ ἔλαιον «λαδικόν», «ῥοΐ», Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. σ. 78, Σουΐδ ἐν λέξ.: λήκυθον τὴν τοῦ μύρου.