κοχλιάζων

Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οντος, ὁ, in a machine, a kind of κοχλίας, Orib.49.20.6 (v.l. -άξων).

Greek Monolingual

κοχλιάζων, -οντος και κοχλιάξων, -ονος ὁ (Α)
είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση του ἄξων.