σχοινοδρομία
English (LSJ)
Ion. σχοινοδρομίη, ἡ, rope-dancing, f.l. in Hp.Vict.3.68.
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, das Laufen, Gehen auf dem Seile, Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοδρομία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ τρέχειν ἐπὶ σχοινίου, σχοινοβατία, Ἱππ. 366. 55, ἀλλ’ ἴδε Littré 6, σ. 596.