σχοινοδρομία

Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ion. σχοινοδρομίη, ἡ, rope-dancing, f.l. in Hp.Vict.3.68.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, das Laufen, Gehen auf dem Seile, Hippocr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοδρομία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ τρέχειν ἐπὶ σχοινίου, σχοινοβατία, Ἱππ. 366. 55, ἀλλ’ ἴδε Littré 6, σ. 596.