λευκωματικός
English (LSJ)
λευκωματική, λευκωματικόν, good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.
Greek Monolingual
λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.
λευκωματική, λευκωματικόν, good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.
λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.