λευκωματικός

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

λευκωματική, λευκωματικόν, good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.

Greek Monolingual

λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.