ὁλοπόρφυρος

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁλοπόρφυρον, all purple, X.Cyr.8.3.13, LXX Nu.4.7, Plu.2.180e.

German (Pape)

[Seite 326] ganz purpurn, Xen. Cvr. 8, 3, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint de pourpre.
Étymologie: ὅλος, πορφύρα.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοπόρφῠρος:
1 весь пурпурный (κάνδυς Xen.);
2 одетый в пурпур Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοπόρφῠρος: -ον, ὅλος πορφυροῦς, καταπόρφυρος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 180Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)
ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.

Greek Monotonic

ὁλοπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που είναι ολόκληρος βαμμένος με πορφύρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὁλο-πόρφῠρος, ον, πορφύρα
all-purple, Xen.