ταὐτόφωνος
English (LSJ)
ταὐτόφωνον, of the same sound, Eust.125.5: hence ταὐτοφωνία, ἡ, ib.20.
German (Pape)
[Seite 1075] gleichtönend, von gleichem Tone, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν φωνήν, Εὐστ. εἰς Ἰλ. 94. 19· -φωνία, ἡ, αὐτόθι 30.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτόφωνος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει ή που αποδίδει την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος].