= θρυπτικός, Theognost.Can.20, Hsch.
θρύψιχος: «τρυφερός, μαλακός, αἰσχρός, χαῦνος» Ἡσύχ.
θρύψιχος, -ον (Α) θρύψις«θρυπτικός», γυναικωτός, διεφθαρμένος.