ἡμίγαμος

Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡμίγαμον, half-married, i.e. a concubine, Philostr.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 1167] halb, d. i. nicht vollständig u. gesetzmäßig verheirathet, von der Concubine, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίγᾰμος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὕπανδρος, δηλ. παλλακή, Φιλόστρ. 516.

Greek Monolingual

ἡμίγαμος, -ον (Α)
(για γυναίκες) η κατά το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο γάμος της δεν έγινε κατά τους νόμους, μισοπαντρεμένη, παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. άγαμος, έγγαμος].